νηματόκερα

νηματόκερα
τα
εντομολ. υπόταξη τής τάξης εντόμων δίπτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nematocera < nemato- (< νήμα, -ατος), + -cera (< κέρας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δίπτερα — (diptera). Τάξη εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 100.000 είδη, διαδεδομένα σε ολόκληρη τη Γη. Τα δ. έχουν, στο μεγαλύτερο ποσοστό, μέτριο μέγεθος και γενικά διαθέτουν ένα ζεύγος μεμβρανωδών πτερύγων. Το πίσω ζεύγος έχει μεταπλαστεί σε αισθητήρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”